βραχμανικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βραχμανικός η βραχμανική το βραχμανικό
      γενική του βραχμανικού της βραχμανικής του βραχμανικού
    αιτιατική τον βραχμανικό τη βραχμανική το βραχμανικό
     κλητική βραχμανικέ βραχμανική βραχμανικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βραχμανικοί οι βραχμανικές τα βραχμανικά
      γενική των βραχμανικών των βραχμανικών των βραχμανικών
    αιτιατική τους βραχμανικούς τις βραχμανικές τα βραχμανικά
     κλητική βραχμανικοί βραχμανικές βραχμανικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

βραχμανικός < βραχμάνος + -ικός

Επίθετο

βραχμανικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.