βραχμανισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βραχμανισμός οι βραχμανισμοί
      γενική του βραχμανισμού των βραχμανισμών
    αιτιατική τον βραχμανισμό τους βραχμανισμούς
     κλητική βραχμανισμέ βραχμανισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βραχμανισμός < βραχμάνος + -ισμός, (λόγιο δάνειο) γαλλική brahmanisme < ελληνιστική κοινή Βραχμάν[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /vɾax.ma.niˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βραχμανισμός
παλιότερος συλλαβισμός: βραχμανισμός

Ουσιαστικό

βραχμανισμός αρσενικό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.