βοῦς

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
βου-
ονομαστική / βοῦς οἱ/αἱ βόες
      γενική τοῦ/τῆς βοός τῶν βοῶν
      δοτική τῷ/τῇ βοΐ τοῖς/ταῖς βουσῐ́(ν)
    αιτιατική τὸν/τὴν βοῦν τοὺς/τὰς βοῦς
     κλητική ! βοῦ βόες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βόε
γεν-δοτ τοῖν  βοοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'βοῦς' όπως «βοῦς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βοῦς < πρωτοελληνική *gʷous < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷōus
Συγγενή: λατινική bos, σανσκριτική गो (), αγγλική cow, γερμανική Kuh, γαλλική bœuf

Ουσιαστικό

βοῦς αρσενικό ή θηλυκό

  1. (θηλαστικό ζώο) το βόδι, η αγελάδα
      8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 4 (δ. Τὰ ἐν Λακεδαίμονι.), στίχ. 535 (532-535)
    αὐτὰρ ὁ βῆ καλέων Ἀγαμέμνονα, ποιμένα λαῶν, | ἵπποισιν καὶ ὄχεσφιν, ἀεικέα μερμηρίζων. | τὸν δ᾽ οὐκ εἰδότ᾽ ὄλεθρον ἀνήγαγε, καὶ κατέπεφνε | δειπνίσσας, ὥς τίς τε κατέκτανε βοῦν ἐπὶ φάτνῃ.
    Μετά κίνησε ο ίδιος, τον στρατηλάτη Αγαμέμνονα να προσκαλέσει, | μ᾽ άμαξες κι άλογα, μέσα του μελετώντας πράξη ανίερη. | Κι έτσι, δίχως να ξέρει ο άλλος τι χαμός τον περιμένει, τον πήρε μέσα και τον έσφαξε | πάνω στο δείπνο, σαν βόδι που το σφάζουν στο παχνί του.
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greeklanguage.gr
      8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 17 (Ρ. Μενελάου ἀριστεία.), στίχ. 521 (520-523)
    ὡς δ᾽ ὅτ᾽ ἂν ὀξὺν ἔχων πέλεκυν αἰζήϊος ἀνήρ, | κόψας ἐξόπιθεν κεράων βοὸς ἀγραύλοιο, | ἶνα τάμῃ διὰ πᾶσαν, ὁ δὲ προθορὼν ἐρίπῃσιν, | ὣς ἄρ᾽ ὅ γε προθορὼν πέσεν ὕπτιος·
    και όπως μ᾽ αξίναν κοφτερήν ανδρειωμένο αγόρι | οπίσω από τα κέρατα ταύρον κτυπά στο νεύρο | να κοπεί όλο και βροντά σκιρτώντας χάμου ο ταύρος· | όμοια σκιρτώντας έπεσε και αυτός,
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greeklanguage.gr
      7ος πκε αιώνας Ἡσίοδος, Θεογονία, 540 (540-541)
    τοῖς δ᾽ αὖτ᾽ ὀστέα λευκὰ βοὸς δολίῃ ἐπὶ τέχνῃ | εὐθετίσας κατέθηκε, καλύψας ἀργέτι δημῷ.
    Για τους ανθρώπους τα άσπρα του βοδιού οστά τακτοποιώντας τα με δόλια τέχνη | τα παρέθεσε, αφού με λίπος τα κάλυψε λευκό.
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greeklanguage.gr
  2. ασπίδα φτιαγμένη από δέρμα βοδιού
  3. (μεταφορικά) μητέρα ζώου
      6ος/5ος πκε αιώνας Αἰσχύλος, Ἀγαμέμνων, στίχ. 1125 (1125-1126)
    ἆ ἆ, ἰδοὺ ἰδού· ἄπεχε τῆς βοὸς | τὸν ταῦρον·
    Α, α, ιδού, ιδού, κράτα μακριά | τον ταύρο από την αγελάδα·
    Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greeklanguage.gr
  4. είδος ψαριού
  5. (αστρονομία) αστερισμός του Ταύρου

  • δωρικός τύπος: βῶς

Συγγενικά

  • βοαγός
  • βοάγριον
  • Βοάγριος
  • βόαγρος
  • βοάνθεμον
  • βοάνθρωπος
  • βόαρχος
  • βόαυλον
  • βόαυλος
  • βοειακός
  • βοεικός
  • βόειος
  • βόεος
  • βοευδής
  • βοεύς
  • βοηγενής
  • βοήγια
  • βοηγία
  • βοηδόν
  • βοηλασία
  • βοηλασίη
  • βοηλατέω
  • βοηλάτης
  • βοηλάτις
  • βοηνόμος
  • βοήροτος
  • βοιδάριον
  • βοίδης
  • βοΐδιον
  • Βοΐδιον
  • βοίδιον
  • βοϊκός
  • βοϊκῶς
  • βοοβοσκός
  • βοόγληνος
  • βοοδμητήρ
  • βοοειδής
  • βοοζύγιον
  • βοόζυξ
  • βοοθύτης
  • βοόκλεψ
  • βόοκλεψ
  • βοοκλοπίη
  • βοοκλόπος
  • βοόκραιρος
  • βοοκτασία
  • βοόμορφος
  • βοονόμος
  • βοοπρόσωπος
  • βοορραίστας
  • βοορραίστης
  • βοοσκόπος
  • βοοσσόος
  • βοοστάσιον
  • βοόστασις
  • βοόστικτος
  • βοόστολος
  • βοοστρόφος
  • βοοσφαγία
  • βοοσφαγίη
  • βοοτροφέω
  • βοοτροφή
  • βοοτρόφος
  • βοότροχος
  • βοόω
  • βουαγετόν
  • βουαγετός
  • βουαγός
  • βουάγωρ
  • βουγενής
  • βούγλωσσα
  • βούγλωσσον
  • βούγλωσσος
  • βουγονή
  • βουγονής
  • βούδιον
  • βοΰδιον
  • βουδόρος
  • βουδύτης
  • βουζύγης
  • βουζύγιος
  • βουθερής
  • βουθοίνας
  • βουθοίνης
  • βουθόρος
  • βούθορος
  • βουθρέμμων
  • βουθυσία
  • βουθύσιον
  • βουθυτέω
  • βουθύτης
  • βούθυτος
  • βουκαῖος
  • βουκέντης
  • βούκεντρον
  • βουκέντρον
  • βουκέραος
  • βούκερας
  • βούκερον
  • βούκερως
  • Βουκεφάλας
  • βουκεφάλας
  • βουκεφάλιον
  • βουκέφαλος
  • Βουκέφαλος
  • βοῦκλεψ
  • βουκλόπος
  • βουκολέω (και τα παράγωγά του)
  • βουκολιάζω
  • βουκολίζω
  • βουκομέω (και τα παράγωγά του)
  • βουκράνιον
  • βούκρανον
  • βούκρανος
  • βούκριος
  • βουκτασία
  • βουκτόνος
  • βούμυκοι
  • βουνομέω
  • βουνομία
  • βούνομος
  • βουνόμος
  • βούπαις
  • βουπάλης
  • βουπάμων
  • βουπελάτης
  • βουπλανόκτιστος
  • βουπλάστης
  • βούπλευρον
  • βουπληθής
  • βούπληκτρος
  • βουπλήξ
  • βουποίητος
  • βουποίμην
  • βουπόλος
  • βουπομπός
  • βουπόρος
  • Βουπράσιον
  • βούπρηστις
  • βουπρόσωπος
  • βούπρῳρος
  • βουσός
  • βουσσόος
  • βούσταθμον
  • βούσταθμος
  • βουστάς
  • βουστασία
  • βουστάσιον
  • βούστασις
  • βουστροφηδόν
  • βουστρόφος
  • βούστροφος
  • βουσφαγέω
  • βουτροφία
  • βουτρόφος
  • βουτύπος
  • βούτυρον (και τα παράγωγά του)
  • βούφαγος
  • βουφάγος
  • βουφονέω
  • βουφόνος (και τα παράγωγά του)
  • βουφορβός (και τα παράγωγά του)
  • βούφορτος
  • βούχιλος
  • βοώδης
  • βοών
  • βοωνέω
  • βοώνης
  • βοώνητος
  • βοώπης
  • βοῶπις
  • βοωτέω
  • βοώτης
  • βοωφόρος

Παροιμίες

  • βοῦς ἐπὶ γλώσσῃ βέβηκε ή βοῦς ἐπὶ γλώσσης ἐπιβαίνει

Εκφράσεις

  • βοῦς ἐν αὐλίῳ
  • βοῦς ἐν πόλει

Σημειώσεις

Διαλεκτικοί κλιτικοί τύποι:

  • Αιτ εν.: βοῦν, βῶν (πχ Ιλιάδα Η 238), βόα
  • Ονομ.πληθ: σπάνιος συνηρημένος τύπος βοῦς
  • Γεν. πληθ.: βῶν, βουῶν
  • Δοτ.πλ.: βουσί, βόεσσι, βοσί, βούεσσι
  • Αιτ. πλ.: βόας (ομηρικό και μεταγενέστερο), βοῦς

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.