βουφορβός
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία 1
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | βουφορβός | τὸ | βουφορβόν | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | βουφορβοῦ | τοῦ | βουφορβοῦ | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | βουφορβῷ | τῷ | βουφορβῷ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | βουφορβόν | τὸ | βουφορβόν | ||
| κλητική ὦ! | βουφορβέ | βουφορβόν | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | βουφορβοί | τὰ | βουφορβᾰ́ | ||
| γενική | τῶν | βουφορβῶν | τῶν | βουφορβῶν | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | βουφορβοῖς | τοῖς | βουφορβοῖς | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | βουφορβούς | τὰ | βουφορβᾰ́ | ||
| κλητική ὦ! | βουφορβοί | βουφορβᾰ́ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βουφορβώ | τὼ | βουφορβώ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | βουφορβοῖν | τοῖν | βουφορβοῖν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'βοηθός' όπως «βοηθός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
- βουφορβός < (βοῦς) βου- + -φορβός (< φέρβω)
Ετυμολογία 2
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | βουφορβός | οἱ | βουφορβοί |
| γενική | τοῦ | βουφορβοῦ | τῶν | βουφορβῶν |
| δοτική | τῷ | βουφορβῷ | τοῖς | βουφορβοῖς |
| αιτιατική | τὸν | βουφορβόν | τοὺς | βουφορβούς |
| κλητική ὦ! | βουφορβέ | βουφορβοί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βουφορβώ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | βουφορβοῖν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
- βουφορβός < ουσιαστικοποιημένο αρσενικό του επιθέτου βουφορβός
Πηγές
- βουφορβός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βουφορβός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.