βοῶπις
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία 1
Ουσιαστικό
βοῶπις θηλυκό
- αυτή που έχει μεγάλα μάτια, προσωνυμία για τη θεές όπως η Ήρα, η Άρτεμη
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 15 (Ο. Παλίωξις παρὰ τῶν νεῶν.), στίχ. 49
- βοῶπι ποτνία Ἥρη (books.google Homeri Ilias: Rpsodia XIII-XXIV], Ραψωδία Ο, στιχ. 49)
- ↪ ή βοῶπις ποτνία Ἥρη (books.google Scholia Graeca in Homeri Iliadem] Homer, Walter de Gruyter, 1975)
- ↪ βοῶπις Περσηίς (Ησίοδος, Θεογονία, 336)
- ※ 2ος αιώνας κε Λουκιανός, Dearum (Χρειάζεται ελληνικός τίτλος) @perseus.tufts.edu. Lucian, Dearum judicium (ed. A. M. Harmon)
- καλῶς, ὦ Πάρι: καὶ πρώτη γε ἀποδύσομαι, ὅπως μάθῃς ὅτι μὴ μόνας ἔχω τὰς ὠλένας λευκὰς μηδὲ τῷ βοῶπις εἶναι μέγα φρονῶ, ἐπ᾽ ἴσης δέ εἰμι πᾶσα καὶ ὁμοίως καλή.
- [Η Ήρα λέει στον Πάρι: «Καλά, Πάρη, πρώτα εγώ θα γδυθώ, για να μάθεις ότι δεν έχω μόνο λευκά χέρια , ούτε το ότι έχω μεγάλα μάτια είναι μεγάλο πράγμα θαρρώ
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 15 (Ο. Παλίωξις παρὰ τῶν νεῶν.), στίχ. 49
- (στον Ησύχιο) μεγαλόφθαλμος, εὐόφθαλμος → δείτε και δείτε #Ετυμολογία_2
Ετυμολογία 2
- βοῶπις < βοῦς, βοο- + (ὄψ • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Πηγές
- βοῶπις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βοῶπις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.