βλέφαρον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | βλέφαρον | τὰ | βλέφαρᾰ |
| γενική | τοῦ | βλεφάρου | τῶν | βλεφάρων |
| δοτική | τῷ | βλεφάρῳ | τοῖς | βλεφάροις |
| αιτιατική | τὸ | βλέφαρον | τὰ | βλέφαρᾰ |
| κλητική ὦ! | βλέφαρον | βλέφαρᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βλεφάρω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | βλεφάροιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βλέφαρον < *βλέφαρ, *βλέπαρ με εκφραστική δάσυνση < βλέπω [1]
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ νέα ελληνικά: βλέφαρο
Ουσιαστικό
βλέφαρον, -ου ουδέτερο
- (ανθρώπινο σώμα) το βλέφαρο
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 9 (ι. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Κίκονας, Λωτοφάγους καὶ Κύκλωπας.), στίχ. 389
- βλέφαρʼ ἀμφὶ καὶ ὀφρύας
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 10 (Κ. Δολώνεια.), στίχ. 26 (στίχοι 25-26)
- οὐδὲ γὰρ αὐτῷ | ὕπνος ἐπὶ βλεφάροισιν ἐφίζανε
- ουδέ στα βλέφαρά του | εκάθιζ᾽ ύπνος
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- οὐδὲ γὰρ αὐτῷ | ὕπνος ἐπὶ βλεφάροισιν ἐφίζανε
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 9 (ι. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Κίκονας, Λωτοφάγους καὶ Κύκλωπας.), στίχ. 389
- δωρικός τύπος : γλέφαρον
Παράγωγα
- ἀβλέφαρος
- ἀγανοβλέφαρος
- ἀγκυλοβλέφαρον
- ἀστροβλέφαρος
- βλεφαρικός
- βλεφαρίς
- βλεφαρῖτις
- βλεφαρίζω
- βλεφαρόξυστον
- βλεφαροκάτοχος
- βλεφαροσπάξ
- βλεφαροτό
- ἑλικοβλέφαρος
- εὐβλέφαρος
- ἰοβλέφαρος
- καλλιβλέφαρος
- καταβλεφαρίζω
- κυανοβλέφαρος
- παχυβλεφαρία
- πολυβλέφαρος
- σοβαροβλέφαρος
- ὑποβλέφαρα
- χαριτοβλέφαρος
- χιονοβλέφαρος
Αναφορές
- «βλέφαρο» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- βλέφαρον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βλέφαρον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.