βλέφαρον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ βλέφαρον τὰ βλέφαρ
      γενική τοῦ βλεφάρου τῶν βλεφάρων
      δοτική τῷ βλεφάρ τοῖς βλεφάροις
    αιτιατική τὸ βλέφαρον τὰ βλέφαρ
     κλητική ! βλέφαρον βλέφαρ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βλεφάρω
γεν-δοτ τοῖν  βλεφάροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βλέφαρον < *βλέφαρ, *βλέπαρ με εκφραστική δάσυνση < βλέπω [1]
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: βλέφαρο

Ουσιαστικό

βλέφαρον, -ου ουδέτερο

Παράγωγα

  • ἀβλέφαρος
  • ἀγανοβλέφαρος
  • ἀγκυλοβλέφαρον
  • ἀστροβλέφαρος
  • βλεφαρικός
  • βλεφαρίς
  • βλεφαρῖτις
  • βλεφαρίζω
  • βλεφαρόξυστον
  • βλεφαροκάτοχος
  • βλεφαροσπάξ
  • βλεφαροτό
  • ἑλικοβλέφαρος
  • εὐβλέφαρος
  • ἰοβλέφαρος
  • καλλιβλέφαρος
  • καταβλεφαρίζω
  • κυανοβλέφαρος
  • παχυβλεφαρία
  • πολυβλέφαρος
  • σοβαροβλέφαρος
  • ὑποβλέφαρα
  • χαριτοβλέφαρος
  • χιονοβλέφαρος

Αναφορές

  1. «βλέφαρο» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.