ματόφυλλο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ματόφυλλο | τα | ματόφυλλα |
| γενική | του | ματόφυλλου | των | ματόφυλλων |
| αιτιατική | το | ματόφυλλο | τα | ματόφυλλα |
| κλητική | ματόφυλλο | ματόφυλλα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ματόφυλλο < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ὀμματόφυλλον < ὄμμα + φῦλλον με αποβολή του άτονου αρκτικού φωνήεντος από συμπροφορά με άρθρο και ανασυλλαβισμό: to omato.. > tomato... > to mato....[1] Συγχρονικά αναλύεται σε ματό- + φύλλο
Προφορά
- ΔΦΑ : /maˈto.fi.lo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐τό‐φυλ‐λο
Μεταφράσεις
ματόφυλλο
|
→ δείτε τη λέξη βλέφαρο |
Αναφορές
- ματόφυλλο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.