εξυβρίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εξυβρίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐξυβρίζω (μεταχειρίζομαι με θρασύτητα) αρχαία σημασία: αποθρασύνομαι[1] < ἐξ + ὑβρίζω. Συγχρονικά αναλύεται σε εξ- + υβρίζω.

Προφορά

ΔΦΑ : /e.ksiˈvɾi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εξυβρίζω
τυπογραφικός συλλαβισμός: εξυβρίζω

Ρήμα

εξυβρίζω, αόρ.: εξύβρισα, παθ.φωνή: εξυβρίζομαι, π.αόρ.: εξυβρίσθηκα/εξυβρίστηκα, μτχ.π.π.: εξυβρισμένος[2]

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις υβρίζω, βρίζω και ύβρη

Κλίση

  • λείπει η κλίση με διπλούς τύπους στον παθητικό αόριστο

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. εξυβρίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.