εξυβρίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εξυβρίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐξυβρίζω (μεταχειρίζομαι με θρασύτητα) αρχαία σημασία: αποθρασύνομαι[1] < ἐξ + ὑβρίζω. Συγχρονικά αναλύεται σε εξ- + υβρίζω.
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.ksiˈvɾi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ξυ‐βρί‐ζω
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εξ‐υ‐βρί‐ζω
Ρήμα
εξυβρίζω, αόρ.: εξύβρισα, παθ.φωνή: εξυβρίζομαι, π.αόρ.: εξυβρίσθηκα/εξυβρίστηκα, μτχ.π.π.: εξυβρισμένος[2]
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εξυβρίζω | εξύβριζα | θα εξυβρίζω | να εξυβρίζω | εξυβρίζοντας | |
| β' ενικ. | εξυβρίζεις | εξύβριζες | θα εξυβρίζεις | να εξυβρίζεις | εξύβριζε | |
| γ' ενικ. | εξυβρίζει | εξύβριζε | θα εξυβρίζει | να εξυβρίζει | ||
| α' πληθ. | εξυβρίζουμε | εξυβρίζαμε | θα εξυβρίζουμε | να εξυβρίζουμε | ||
| β' πληθ. | εξυβρίζετε | εξυβρίζατε | θα εξυβρίζετε | να εξυβρίζετε | εξυβρίζετε | |
| γ' πληθ. | εξυβρίζουν(ε) | εξύβριζαν εξυβρίζαν(ε) |
θα εξυβρίζουν(ε) | να εξυβρίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | εξύβρισα | θα εξυβρίσω | να εξυβρίσω | εξυβρίσει | ||
| β' ενικ. | εξύβρισες | θα εξυβρίσεις | να εξυβρίσεις | εξύβρισε | ||
| γ' ενικ. | εξύβρισε | θα εξυβρίσει | να εξυβρίσει | |||
| α' πληθ. | εξυβρίσαμε | θα εξυβρίσουμε | να εξυβρίσουμε | |||
| β' πληθ. | εξυβρίσατε | θα εξυβρίσετε | να εξυβρίσετε | εξυβρίστε | ||
| γ' πληθ. | εξύβρισαν εξυβρίσαν(ε) |
θα εξυβρίσουν(ε) | να εξυβρίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω εξυβρίσει | είχα εξυβρίσει | θα έχω εξυβρίσει | να έχω εξυβρίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις εξυβρίσει | είχες εξυβρίσει | θα έχεις εξυβρίσει | να έχεις εξυβρίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει εξυβρίσει | είχε εξυβρίσει | θα έχει εξυβρίσει | να έχει εξυβρίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε εξυβρίσει | είχαμε εξυβρίσει | θα έχουμε εξυβρίσει | να έχουμε εξυβρίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε εξυβρίσει | είχατε εξυβρίσει | θα έχετε εξυβρίσει | να έχετε εξυβρίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν εξυβρίσει | είχαν εξυβρίσει | θα έχουν εξυβρίσει | να έχουν εξυβρίσει |
| |
- → λείπει η κλίση με διπλούς τύπους στον παθητικό αόριστο
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εξυβρίζομαι | εξυβριζόμουν(α) | θα εξυβρίζομαι | να εξυβρίζομαι | ||
| β' ενικ. | εξυβρίζεσαι | εξυβριζόσουν(α) | θα εξυβρίζεσαι | να εξυβρίζεσαι | ||
| γ' ενικ. | εξυβρίζεται | εξυβριζόταν(ε) | θα εξυβρίζεται | να εξυβρίζεται | ||
| α' πληθ. | εξυβριζόμαστε | εξυβριζόμαστε εξυβριζόμασταν |
θα εξυβριζόμαστε | να εξυβριζόμαστε | ||
| β' πληθ. | εξυβρίζεστε | εξυβριζόσαστε εξυβριζόσασταν |
θα εξυβρίζεστε | να εξυβρίζεστε | (εξυβρίζεστε) | |
| γ' πληθ. | εξυβρίζονται | εξυβρίζονταν εξυβριζόντουσαν |
θα εξυβρίζονται | να εξυβρίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | εξυβρίστηκα | θα εξυβριστώ | να εξυβριστώ | εξυβριστεί | ||
| β' ενικ. | εξυβρίστηκες | θα εξυβριστείς | να εξυβριστείς | εξυβρίσου | ||
| γ' ενικ. | εξυβρίστηκε | θα εξυβριστεί | να εξυβριστεί | |||
| α' πληθ. | εξυβριστήκαμε | θα εξυβριστούμε | να εξυβριστούμε | |||
| β' πληθ. | εξυβριστήκατε | θα εξυβριστείτε | να εξυβριστείτε | εξυβριστείτε | ||
| γ' πληθ. | εξυβρίστηκαν εξυβριστήκαν(ε) |
θα εξυβριστούν(ε) | να εξυβριστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω εξυβριστεί | είχα εξυβριστεί | θα έχω εξυβριστεί | να έχω εξυβριστεί | εξυβρισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις εξυβριστεί | είχες εξυβριστεί | θα έχεις εξυβριστεί | να έχεις εξυβριστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει εξυβριστεί | είχε εξυβριστεί | θα έχει εξυβριστεί | να έχει εξυβριστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε εξυβριστεί | είχαμε εξυβριστεί | θα έχουμε εξυβριστεί | να έχουμε εξυβριστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε εξυβριστεί | είχατε εξυβριστεί | θα έχετε εξυβριστεί | να έχετε εξυβριστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν εξυβριστεί | είχαν εξυβριστεί | θα έχουν εξυβριστεί | να έχουν εξυβριστεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι εξυβρισμένος - είμαστε, είστε, είναι εξυβρισμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν εξυβρισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν εξυβρισμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι εξυβρισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι εξυβρισμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι εξυβρισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι εξυβρισμένοι | |||||
Αναφορές
- εξυβρίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.