βλαστημώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- βλαστημώ < μεσαιωνική ελληνική βλασθημῶ (με [sθ] > [st]) < ελληνιστική κοινή βλασφημέω / βλασφημῶ[1] < βλάσφημος
Προφορά
- ΔΦΑ : /vla.stiˈmo/
Ρήμα
βλαστημώ/βλαστημάω, πρτ.: βλαστημούσα/βλαστήμαγα, αόρ.: βλαστήμησα, παθ.φωνή: βλαστημιέμαι, π.αόρ.: βλαστημήθηκα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | βλαστημάω - βλαστημώ | βλαστημούσα | θα βλαστημάω - βλαστημώ | να βλαστημάω - βλαστημώ | βλαστημώντας | |
| β' ενικ. | βλαστημάς | βλαστημούσες | θα βλαστημάς | να βλαστημάς | βλαστήμα - βλαστήμαγε | |
| γ' ενικ. | βλαστημάει - βλαστημά | βλαστημούσε | θα βλαστημάει - βλαστημά | να βλαστημάει - βλαστημά | ||
| α' πληθ. | βλαστημάμε - βλαστημούμε | βλαστημούσαμε | θα βλαστημάμε - βλαστημούμε | να βλαστημάμε - βλαστημούμε | ||
| β' πληθ. | βλαστημάτε | βλαστημούσατε | θα βλαστημάτε | να βλαστημάτε | βλαστημάτε | |
| γ' πληθ. | βλαστημάν(ε) - βλαστημούν(ε) | βλαστημούσαν(ε) | θα βλαστημάν(ε) - βλαστημούν(ε) | να βλαστημάν(ε) - βλαστημούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | βλαστήμησα | θα βλαστημήσω | να βλαστημήσω | βλαστημήσει | ||
| β' ενικ. | βλαστήμησες | θα βλαστημήσεις | να βλαστημήσεις | βλαστήμα - βλαστήμησε | ||
| γ' ενικ. | βλαστήμησε | θα βλαστημήσει | να βλαστημήσει | |||
| α' πληθ. | βλαστημήσαμε | θα βλαστημήσουμε | να βλαστημήσουμε | |||
| β' πληθ. | βλαστημήσατε | θα βλαστημήσετε | να βλαστημήσετε | βλαστημήστε | ||
| γ' πληθ. | βλαστήμησαν βλαστημήσαν(ε) |
θα βλαστημήσουν(ε) | να βλαστημήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω βλαστημήσει | είχα βλαστημήσει | θα έχω βλαστημήσει | να έχω βλαστημήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις βλαστημήσει | είχες βλαστημήσει | θα έχεις βλαστημήσει | να έχεις βλαστημήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει βλαστημήσει | είχε βλαστημήσει | θα έχει βλαστημήσει | να έχει βλαστημήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε βλαστημήσει | είχαμε βλαστημήσει | θα έχουμε βλαστημήσει | να έχουμε βλαστημήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε βλαστημήσει | είχατε βλαστημήσει | θα έχετε βλαστημήσει | να έχετε βλαστημήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν βλαστημήσει | είχαν βλαστημήσει | θα έχουν βλαστημήσει | να έχουν βλαστημήσει |
| |
Σπανίως στην παθητική φωνή:
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | βλαστημιέμαι | βλαστημιόμουν(α) | θα βλαστημιέμαι | να βλαστημιέμαι | ||
| β' ενικ. | βλαστημιέσαι | βλαστημιόσουν(α) | θα βλαστημιέσαι | να βλαστημιέσαι | ||
| γ' ενικ. | βλαστημιέται | βλαστημιόταν(ε) | θα βλαστημιέται | να βλαστημιέται | ||
| α' πληθ. | βλαστημιόμαστε | βλαστημιόμαστε βλαστημιόμασταν |
θα βλαστημιόμαστε | να βλαστημιόμαστε | ||
| β' πληθ. | βλαστημιέστε | βλαστημιόσαστε βλαστημιόσασταν |
θα βλαστημιέστε | να βλαστημιέστε | βλαστημιέστε | |
| γ' πληθ. | βλαστημιούνται | βλαστημιόνταν(ε) βλαστημιούνταν βλαστημιόντουσαν |
θα βλαστημιούνται | να βλαστημιούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | βλαστημήθηκα | θα βλαστημηθώ | να βλαστημηθώ | βλαστημηθεί | ||
| β' ενικ. | βλαστημήθηκες | θα βλαστημηθείς | να βλαστημηθείς | βλαστημήσου | ||
| γ' ενικ. | βλαστημήθηκε | θα βλαστημηθεί | να βλαστημηθεί | |||
| α' πληθ. | βλαστημηθήκαμε | θα βλαστημηθούμε | να βλαστημηθούμε | |||
| β' πληθ. | βλαστημηθήκατε | θα βλαστημηθείτε | να βλαστημηθείτε | βλαστημηθείτε | ||
| γ' πληθ. | βλαστημήθηκαν βλαστημηθήκαν(ε) |
θα βλαστημηθούν(ε) | να βλαστημηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω βλαστημηθεί | είχα βλαστημηθεί | θα έχω βλαστημηθεί | να έχω βλαστημηθεί | βλαστημημένος | |
| β' ενικ. | έχεις βλαστημηθεί | είχες βλαστημηθεί | θα έχεις βλαστημηθεί | να έχεις βλαστημηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει βλαστημηθεί | είχε βλαστημηθεί | θα έχει βλαστημηθεί | να έχει βλαστημηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε βλαστημηθεί | είχαμε βλαστημηθεί | θα έχουμε βλαστημηθεί | να έχουμε βλαστημηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε βλαστημηθεί | είχατε βλαστημηθεί | θα έχετε βλαστημηθεί | να έχετε βλαστημηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν βλαστημηθεί | είχαν βλαστημηθεί | θα έχουν βλαστημηθεί | να έχουν βλαστημηθεί | ||
Μεταφράσεις
βλαστημώ
|
Αναφορές
- βλαστημώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.