βαποριά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βαποριά οι βαποριές
      γενική της βαποριάς των βαποριών
    αιτιατική τη βαποριά τις βαποριές
     κλητική βαποριά βαποριές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βαποριά < βαπόρι + -ιά

Ουσιαστικό

βαποριά θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.