βαποράρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βαποράρα οι βαποράρες
      γενική της βαποράρας
    αιτιατική τη βαποράρα τις βαποράρες
     κλητική βαποράρα βαποράρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βαποράρα < βαπόρ(ι) + μεγεθυντικό επίθημα -άρα

Ουσιαστικό

βαποράρα θηλυκό

  1. (λαϊκότροπο) πολύ μεγάλο βαπόρι
    το νέο βαπόρι που βάλανε στη γραμμή είναι βαποράρα

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.