βαποράρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βαποράρα | οι | βαποράρες |
| γενική | της | βαποράρας | — | |
| αιτιατική | τη | βαποράρα | τις | βαποράρες |
| κλητική | βαποράρα | βαποράρες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βαποράρα < βαπόρ(ι) + μεγεθυντικό επίθημα -άρα
Ουσιαστικό
βαποράρα θηλυκό
- (λαϊκότροπο) πολύ μεγάλο βαπόρι
- το νέο βαπόρι που βάλανε στη γραμμή είναι βαποράρα
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
βαποράρα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.