βαποράκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βαποράκι τα βαποράκια
      γενική
    αιτιατική το βαποράκι τα βαποράκια
     κλητική βαποράκι βαποράκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βαποράκι < βαπόρ(ι) + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Ουσιαστικό

βαποράκι ουδέτερο

  1. το μικρό βαπόρι
  2. αυτός που διακινεί μικρές ποσότητες ναρκωτικών

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.