vapore

Ιταλικά (it)

Ετυμολογία

vapore < λατινική vapor (καπνός) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kwep (βρασμός, καπνός, κάπνισμα)
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: βαπόρι

Ουσιαστικό

vapore αρσενικό

  1. ο ατμός
  2. (μέσο μεταφορών, ναυτικός όρος) nave a vapore, το ατμόπλοιο

Παράγωγα

  • vaporetto

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.