βιαιότης
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| βῐαιοτητ- | |||||
| ονομαστική | ἡ | βιαιότης | αἱ | βιαιότητες | |
| γενική | τῆς | βιαιότητος | τῶν | βιαιοτήτων | |
| δοτική | τῇ | βιαιότητῐ | ταῖς | βιαιότησῐ(ν) | |
| αιτιατική | τὴν | βιαιότητᾰ | τὰς | βιαιότητᾰς | |
| κλητική ὦ! | βιαιότης | βιαιότητες | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βιαιότητε | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | βιαιοτήτοιν | |||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Πηγές
- βιαιότης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βιαιότης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.