βατσέλι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βατσέλι τα βατσέλια
      γενική του βατσελιού των βατσελιών
    αιτιατική το βατσέλι τα βατσέλια
     κλητική βατσέλι βατσέλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βατσέλι < (άμεσο δάνειο) ιταλική vascello < λατινική vascellum < vasculum, υποκοριστικό του vas / vasum

Ουσιαστικό

βατσέλι ουδέτερο

  1. (ιδιωματικό) λεκανίτσα
      Ἔκαναν φωνὲς καὶ γέλια / τὰ παιδιὰ μὲ τὰ βατσέλια. (Διονύσιος Σολωμός, Το όνειρο)
  2. (ιδιωματικό) νιπτήρας
  3. (ιδιωματικό, Κεφαλονιά) μέτρο ζυγίσματος ελιών

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη βάζο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.