βατσέλι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | βατσέλι | τα | βατσέλια |
| γενική | του | βατσελιού | των | βατσελιών |
| αιτιατική | το | βατσέλι | τα | βατσέλια |
| κλητική | βατσέλι | βατσέλια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βατσέλι < (άμεσο δάνειο) ιταλική vascello < λατινική vascellum < vasculum, υποκοριστικό του vas / vasum
Ουσιαστικό
βατσέλι ουδέτερο
- (ιδιωματικό) λεκανίτσα
- ※ Ἔκαναν φωνὲς καὶ γέλια / τὰ παιδιὰ μὲ τὰ βατσέλια. (Διονύσιος Σολωμός, Το όνειρο)
- (ιδιωματικό) νιπτήρας
- (ιδιωματικό, Κεφαλονιά) μέτρο ζυγίσματος ελιών
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη βάζο
Μεταφράσεις
βατσέλι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.