vase
Αγγλικά
(en)
Προφορά
ΔΦΑ
: /
vɑːz
/ (ΗΒ)
ΔΦΑ
: /
veɪs
/ (ΗΠΑ)
Ουσιαστικό
ενικός
πληθυντικός
vase
vases
vase
(en)
βάζο
Γαλλικά
(fr)
Ετυμολογία
vase
< vez <
λατινική
vas
,
αγγείο
vase
< voyse <
ολλανδική
wase
, που έδωσε το
γκαζόν
Προφορά
ΔΦΑ
: /
vɑːz
/
ⓘ
Ουσιαστικό
ενικός
πληθυντικός
vase
vases
vase
(fr)
αρσενικό
το
βάζο
Ουσιαστικό
vase
(fr)
θηλυκό
ο
βούρκος
Συγγενικά
vaseux
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.