ἱερόω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἱερόω < ἱερός +

Ρήμα

ἱερόω - ἱερῶ (συνηρημένο)

  1. καθιστώ κάτι ιερό
  2. καθιερώνω

Παράγωγα

  • ἱέρωσις
  • καθιέρωσις
  • ἱερωτικός

Συνώνυμα

Σύνθετα

  • ἀνθιερῶ
  • ἀνιερῶ
  • ἀφιερῶ
  • καθιερῶ

Σημειώσεις

  • το ρήμα ἱερόω - ἱερῶ δεν απαντάται σε όλους τους χρόνους, αναφέρεται από τον Θουκυδίδη (5, 1)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.