αφιέρωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αφιέρωση | οι | αφιερώσεις |
| γενική | της | αφιέρωσης* | των | αφιερώσεων |
| αιτιατική | την | αφιέρωση | τις | αφιερώσεις |
| κλητική | αφιέρωση | αφιερώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αφιερώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αφιέρωση < (ελληνιστική κοινή) ἀφιέρωσις (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική dédicace)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.