αφιέρωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αφιέρωμα | τα | αφιερώματα |
| γενική | του | αφιερώματος | των | αφιερωμάτων |
| αιτιατική | το | αφιέρωμα | τα | αφιερώματα |
| κλητική | αφιέρωμα | αφιερώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αφιέρωμα < αφιερώνω
Ουσιαστικό
αφιέρωμα ουδέτερο
Συνώνυμα
Συγγενικά
- αφιερωματικός
- αφιερώνω
- αφιερωμένος
- αφιερώσιμος
-
αφιέρωμα στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
αφιέρωμα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.