αφιέρωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αφιέρωμα τα αφιερώματα
      γενική του αφιερώματος των αφιερωμάτων
    αιτιατική το αφιέρωμα τα αφιερώματα
     κλητική αφιέρωμα αφιερώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αφιέρωμα < αφιερώνω

Ουσιαστικό

αφιέρωμα ουδέτερο

  1. το ανάθημα, το τάμα
  2. εκπομπή, εκδήλωση ή έκδοση προς τιμήν κάποιου ατόμου ή κάποιου γεγονότος με τη συγκέντρωση και παρουσίαση ή δημοσίευση στοιχείων γύρω από αυτό
    ... απόσπασμα από τηλεοπτικό αφιέρωμα της ΕΡΤ στον ...

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.