αφιερώτρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αφιερώτρής | οι | αφιερώτρές |
| γενική | του | αφιερώτρή | των | αφιερώτρών |
| αιτιατική | τον | αφιερώτρή | τους | αφιερώτρές |
| κλητική | αφιερώτρή | αφιερώτρές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
αφιερώτρια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.