αφιερωτής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αφιερωτής οι αφιερωτές
      γενική του αφιερωτή των αφιερωτών
    αιτιατική τον αφιερωτή τους αφιερωτές
     κλητική αφιερωτή αφιερωτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αφιερωτής < (ελληνιστική κοινή) ἀφιερωτής

Ουσιαστικό

αφιερωτής αρσενικό (θηλυκό: αφιερώτρια)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.