αφιερωτήριος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αφιερωτήριος η αφιερωτήρια το αφιερωτήριο
      γενική του αφιερωτήριου της αφιερωτήριας του αφιερωτήριου
    αιτιατική τον αφιερωτήριο την αφιερωτήρια το αφιερωτήριο
     κλητική αφιερωτήριε αφιερωτήρια αφιερωτήριο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αφιερωτήριοι οι αφιερωτήριες τα αφιερωτήρια
      γενική των αφιερωτήριων των αφιερωτήριων των αφιερωτήριων
    αιτιατική τους αφιερωτήριους τις αφιερωτήριες τα αφιερωτήρια
     κλητική αφιερωτήριοι αφιερωτήριες αφιερωτήρια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αφιερωτήριος < αφιερώνω + -τήριος

Επίθετο

αφιερωτήριος

  • που έχει σχέση με αφιέρωση ή αναφέρεται σ' αυτήν

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.