αυτοσχεδιαστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αυτοσχεδιαστής οι αυτοσχεδιαστές
      γενική του αυτοσχεδιαστή των αυτοσχεδιαστών
    αιτιατική τον αυτοσχεδιαστή τους αυτοσχεδιαστές
     κλητική αυτοσχεδιαστή αυτοσχεδιαστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αυτοσχεδιαστής < αρχαία ελληνική αὐτοσχεδιαστής

Ουσιαστικό

αυτοσχεδιαστής αρσενικό (θηλυκό: αυτοσχεδιάστρια)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.