αυτοσχεδίαστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αυτοσχεδίαστος | η | αυτοσχεδίαστη | το | αυτοσχεδίαστο |
| γενική | του | αυτοσχεδίαστου | της | αυτοσχεδίαστης | του | αυτοσχεδίαστου |
| αιτιατική | τον | αυτοσχεδίαστο | την | αυτοσχεδίαστη | το | αυτοσχεδίαστο |
| κλητική | αυτοσχεδίαστε | αυτοσχεδίαστη | αυτοσχεδίαστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αυτοσχεδίαστοι | οι | αυτοσχεδίαστες | τα | αυτοσχεδίαστα |
| γενική | των | αυτοσχεδίαστων | των | αυτοσχεδίαστων | των | αυτοσχεδίαστων |
| αιτιατική | τους | αυτοσχεδίαστους | τις | αυτοσχεδίαστες | τα | αυτοσχεδίαστα |
| κλητική | αυτοσχεδίαστοι | αυτοσχεδίαστες | αυτοσχεδίαστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αυτοσχεδίαστος < αυτοσχεδιάζω + -τος
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη αυτοσχέδιος
Μεταφράσεις
αυτοσχεδίαστος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.