αυτοσχέδια
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αυτοσχέδια < αυτοσχέδιος + -α
Μεταφράσεις
αυτοσχέδια
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
αυτοσχέδια
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αυτοσχέδιος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.