αυτοσχέδια

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αυτοσχέδια < αυτοσχέδιος +

Επίρρημα

αυτοσχέδια (τροπικό)

  1. χωρίς προγραμματισμό, απρομελέτητα
  2. πρόχειρα, βιαστικά

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

αυτοσχέδια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.