σχέδιος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

σχέδιος< σχεδόν < ρίζα σχ- του ἔχω

Επίθετο

σχέδιος, σχεδία, σχέδιον

  1. επιτόπιος, κοντινός, πρόχειρος με την έννοια της άμεσης πρόσβασης
  2. εκ του συστάδην, σώμα με σώμα (στη μάχη)
  3. (χρονικά) προσωρινός, περιστασιακός
  4. χωρίς προμελέτη, ο μη επιμελημένος, αυτοσχέδιος
  5. ευτελής, κοινός, συνήθης (μεταγενέστερη έννοια)
  6. αιφνιδιαστικός


Εκφράσεις

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.