αὐθάδης

Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / αὐθάδης τὸ αὔθαδες
      γενική τοῦ/τῆς αὐθάδους τοῦ αὐθάδους
      δοτική τῷ/τῇ αὐθάδει τῷ αὐθάδει
    αιτιατική τὸν/τὴν αὐθάδη τὸ αὔθαδες
     κλητική ! αὔθαδες αὔθαδες
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ αὐθάδεις τὰ αὐθάδη
      γενική τῶν αὐθάδων τῶν αὐθάδων
      δοτική τοῖς/ταῖς αὐθάδεσ(ν) τοῖς αὐθάδεσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς αὐθάδεις τὰ αὐθάδη
     κλητική ! αὐθάδεις αὐθάδη
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ αὐθάδει τὼ αὐθάδει
      γεν-δοτ τοῖν αὐθάδοιν τοῖν αὐθάδοιν
Απαντά και γενική πληθυντικού αὐθαδῶν (δείτε τα παραθέματα).
3η κλίση, Κατηγορία 'συνήθης' όπως «συνήθης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αὐθάδης, ήδη στον Αισχύλο < *αὐτο-Ϝάδης < αὐθ- + θέμα Ϝαδ- όπως στον αόριστο 3ου προσώπου ἔαδε του ἁνδάνω (προσφέρω ευχαρίστηση) (που το βρίσκουμε και στο ἥδομαι, ἡδονή)

Επίθετο

αὐθάδης, -ης, αύθαδες, συγκριτικός:αὐθαδέστερος, υπερθετικός: αὐθαδέστατος

Σημειώσεις

  • γενική πληθυντικού: αλλού συναντάται ο τύπος αὐθαδῶν και αλλού ο τύπος αὐθάδων. Δείτε επίσης το εὐώδης και το Παράρτημα:Επίθετα
      4ος πκε αιώνας Δημοσθένης, Ἐρωτικός, 14.3 @perseus.tufts.edu
    τῶν γὰρ ἄλλων ἐπὶ μὲν τῆς πραότητος ταπεινῶν, ἐπὶ δὲ τῆς σεμνότητος αὐθαδῶν ὑπολαμβανομένων, καὶ διὰ μὲν τὴν ἀνδρείαν θρασυτέρων, διὰ δὲ τὴν ἡσυχίαν ἀβελτέρων εἶναι δοκούντων,
      6ος πκε αιώνας [μεσαιωνικά χφφ] Αίσωπος, Αἰσώπου μῦθοι, 135. Κύων και αλώπηξ, 1.5
    ὁ λόγος λεχθείη ἂν ἐπ᾽ ἀνδρῶν αὐθάδων

Παράγωγα

  • ἀπαυθαδιάζοντες
  • ἀπαυθαδίζομαι
  • αὐθάδεια
  • αὐθαδέστατος
  • αὐθαδέστερος
  • αὐθαδία
  • αὐθαδιάζομαι
  • αὐθαδικός
  • αὐθάδισμα
  • αὐθαδίζομαι
  • αὐθαδόστομος
  • αὐθάδως
  • ἐξαυθαδίζομαι
  • καταυθαδίζω
  • περιαυθαδίζομαι

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.