αυθαδιάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αυθαδιάζω < μεσαιωνική ελληνική αυθαδιάζω < (ελληνιστική κοινή) αὐθαδιάζομαι < αρχαία ελληνική αὐθαδίζομαι < αὐθάδης
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη αυθάδης
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αυθαδιάζω | αυθαδίαζα | θα αυθαδιάζω | να αυθαδιάζω | αυθαδιάζοντας | |
| β' ενικ. | αυθαδιάζεις | αυθαδίαζες | θα αυθαδιάζεις | να αυθαδιάζεις | αυθαδίαζε | |
| γ' ενικ. | αυθαδιάζει | αυθαδίαζε | θα αυθαδιάζει | να αυθαδιάζει | ||
| α' πληθ. | αυθαδιάζουμε | αυθαδιάζαμε | θα αυθαδιάζουμε | να αυθαδιάζουμε | ||
| β' πληθ. | αυθαδιάζετε | αυθαδιάζατε | θα αυθαδιάζετε | να αυθαδιάζετε | αυθαδιάζετε | |
| γ' πληθ. | αυθαδιάζουν(ε) | αυθαδίαζαν αυθαδιάζαν(ε) |
θα αυθαδιάζουν(ε) | να αυθαδιάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αυθαδίασα | θα αυθαδιάσω | να αυθαδιάσω | αυθαδιάσει | ||
| β' ενικ. | αυθαδίασες | θα αυθαδιάσεις | να αυθαδιάσεις | αυθαδίασε | ||
| γ' ενικ. | αυθαδίασε | θα αυθαδιάσει | να αυθαδιάσει | |||
| α' πληθ. | αυθαδιάσαμε | θα αυθαδιάσουμε | να αυθαδιάσουμε | |||
| β' πληθ. | αυθαδιάσατε | θα αυθαδιάσετε | να αυθαδιάσετε | αυθαδιάστε | ||
| γ' πληθ. | αυθαδίασαν αυθαδιάσαν(ε) |
θα αυθαδιάσουν(ε) | να αυθαδιάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αυθαδιάσει | είχα αυθαδιάσει | θα έχω αυθαδιάσει | να έχω αυθαδιάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αυθαδιάσει | είχες αυθαδιάσει | θα έχεις αυθαδιάσει | να έχεις αυθαδιάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αυθαδιάσει | είχε αυθαδιάσει | θα έχει αυθαδιάσει | να έχει αυθαδιάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αυθαδιάσει | είχαμε αυθαδιάσει | θα έχουμε αυθαδιάσει | να έχουμε αυθαδιάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αυθαδιάσει | είχατε αυθαδιάσει | θα έχετε αυθαδιάσει | να έχετε αυθαδιάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αυθαδιάσει | είχαν αυθαδιάσει | θα έχουν αυθαδιάσει | να έχουν αυθαδιάσει |
| |
Μεταφράσεις
αυθαδιάζω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.