ἀρχή
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ἀρχή | αἱ | ἀρχαί |
| γενική | τῆς | ἀρχῆς | τῶν | ἀρχῶν |
| δοτική | τῇ | ἀρχῇ | ταῖς | ἀρχαῖς |
| αιτιατική | τὴν | ἀρχήν | τὰς | ἀρχᾱ́ς |
| κλητική ὦ! | ἀρχή | ἀρχαί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀρχᾱ́ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀρχαῖν | ||
| 1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ἀρχή < ἄρχ(ω) + -ή
Ουσιαστικό
- ἀρχή, -ῆς θηλυκό
- εξουσία, κράτος, ανώτερη διοικητική θέση, υπούργημα
- ↪ ἀρχή ἄνδρα δείξει (η εξουσία δείχνει την ποιότητα του άνδρα)
- απαρχή
- εἴρηται, τὸ μὴ ἅμα ἀρχῇ πᾶν τέλος καταφαίνεσθαι (λένε πως η αρχή δεν αποκαλύπτει το τέλος ενός πράγματος) (Χρειάζεται επεξεργασία)
- πρωταρχικό στοιχείο της φιλοσοφίας
- ↪ Ἡράκλειτος τὴν ἀρχήν εἶναί φησι ψυχήν
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Ἀρριανός, Ἐπικτήτου Διατριβαί, 1, αναφερόμενος στον Αντισθένη
- Ἀντισθένης δ' οὐ λέγει; καὶ τίς ἐστιν ὁ γεγραφὼς ὅτι "'ἀρχὴ παιδεύσεως ἡ τῶν ὀνομάτων ἐπίσκεψις";
- αφορμή, αιτία
- αὗται δὲ αἱ νέες ἀρχὴ κακῶν ἐγένοντο Ἕλλησί τε καὶ βαρβάροισι
- πρώτα από όλα, κυρίως, κατ' αρχήν, πρωτίστως
- ↪ ἀρχήν γὰρ ἐγὼ μηχανήσομαι... - πρωτίστως εγώ θα βρω τρόπο να...
- ↪ ἐξ ἀρχῆς και κατ᾽ ἀρχάς (επιρρηματικά)
- δωρικός & βοιωτικός τύπος : ἀρχά
- λεσβιακός τύπος: ἄρχα
Εκφράσεις
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ἄρχω
Πηγές
- ἀρχή - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- ἀρχή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀρχή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.