αρμολόγημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αρμολόγημα τα αρμολογήματα
      γενική του αρμολογήματος των αρμολογημάτων
    αιτιατική το αρμολόγημα τα αρμολογήματα
     κλητική αρμολόγημα αρμολογήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αρμολόγημα < αρμολογώ

Ουσιαστικό

αρμολόγημα ουδέτερο

  1. η αρμολόγηση
  2. ό,τι έχει αρμολογηθεί

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.