αρμοκάλυπτρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αρμοκάλυπτρο τα αρμοκάλυπτρα
      γενική του αρμοκάλυπτρου των αρμοκάλυπτρων
    αιτιατική το αρμοκάλυπτρο τα αρμοκάλυπτρα
     κλητική αρμοκάλυπτρο αρμοκάλυπτρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αρμοκάλυπτρο < αρμός + -ο- + καλύπτω + -τρο

Ουσιαστικό

αρμοκάλυπτρο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.