ταίριασμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ταίριασμα τα ταιριάσματα
      γενική του ταιριάσματος των ταιριασμάτων
    αιτιατική το ταίριασμα τα ταιριάσματα
     κλητική ταίριασμα ταιριάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ταίριασμα < ταιριάζω, ταιριασ- + -μα

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈteɾ.ʝa.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ταίριασμα

Ουσιαστικό

ταίριασμα ουδέτερο

  1. το να ταιριάζω κάτι με κάτι άλλο
  2. το να ταιριάζω με κάποιον ή με κάτι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.