αρμολόγηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αρμολόγηση | οι | αρμολογήσεις |
| γενική | της | αρμολόγησης* | των | αρμολογήσεων |
| αιτιατική | την | αρμολόγηση | τις | αρμολογήσεις |
| κλητική | αρμολόγηση | αρμολογήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αρμολογήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αρμολόγηση < αρμολογώ
Ουσιαστικό
αρμολόγηση θηλυκό
- η σύνδεση των μερών ενός συνόλου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.