αργυρός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αργυρός | η | αργυρή | το | αργυρό |
| γενική | του | αργυρού | της | αργυρής | του | αργυρού |
| αιτιατική | τον | αργυρό | την | αργυρή | το | αργυρό |
| κλητική | αργυρέ | αργυρή | αργυρό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αργυροί | οι | αργυρές | τα | αργυρά |
| γενική | των | αργυρών | των | αργυρών | των | αργυρών |
| αιτιατική | τους | αργυρούς | τις | αργυρές | τα | αργυρά |
| κλητική | αργυροί | αργυρές | αργυρά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αργυρός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀργυρός < αρχαία ελληνική ἀργυροῦς
Προφορά
- ΔΦΑ : /aɾ.ʝiˈɾos/
- ομόηχο: Αργυρός
- τονικό παρώνυμο: άργυρος
Επίθετο
αργυρός, -ή, -ό
- κατασκευασμένος από άργυρο, ο ασημένιος
- ↪ αργυρός σταυρός
- για χρώμα ή χρωματική απόχρωση:
- (κυριολεκτικά) που έχει το χρώμα του αργύρου (το ασημί)
- ↪ όταν μου είπαν πως ο ενισχυτής που ενδιαφερόμουν να αγοράσω ήταν διαθέσιμος και με αργυρό περίβλημα, προτίμησα αυτόν από τον μαύρο που μου είχαν δείξει στην αρχή
- (μεταφορικά) που έχει χρώμα που παρουσιάζει ομοιότητα με εκείνο του αργύρου (συχνά ποιητική αδεία)
- ↪ αργυρό φεγγάρι
- ≈ συνώνυμα: αργυρόχρωμος, αργυρόχροος
- (κυριολεκτικά) που έχει το χρώμα του αργύρου (το ασημί)
- (καταχρηστικά) επάργυρος
Συνώνυμα
Σύνθετα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.