αργυρό

Νέα ελληνικά (el)


Προφορά

ΔΦΑ : /aɾ.ʝiˈɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αργυρό

Κλιτικός τύπος επιθέτου

αργυρό αρσενικό ή ουδέτερο

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του αργυρός
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους (αργυρό) του αργυρός


Ομώνυμα / Ομόηχα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.