αργυρά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | αργυρά | ||
| γενική | των | αργυρών | ||
| αιτιατική | τα | αργυρά | ||
| κλητική | αργυρά | |||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
αργυρά < μεσαιωνική ελληνική αργυρά, ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αργυρός
Μεταφράσεις
αργυρά
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.