επάργυρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επάργυρος η επάργυρη το επάργυρο
      γενική του επάργυρου της επάργυρης του επάργυρου
    αιτιατική τον επάργυρο την επάργυρη το επάργυρο
     κλητική επάργυρε επάργυρη επάργυρο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επάργυροι οι επάργυρες τα επάργυρα
      γενική των επάργυρων των επάργυρων των επάργυρων
    αιτιατική τους επάργυρους τις επάργυρες τα επάργυρα
     κλητική επάργυροι επάργυρες επάργυρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επάργυρος < αρχαία ελληνική ἐπάργυρος < ἐπί + ἄργυρος. Συγρχονικά αναλύεται σε επ- + άργυρος.

Προφορά

ΔΦΑ : /eˈpaɾ.ʝi.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: επάργυρος

Επίθετο

επάργυρος

  • που έχει επαργυρωθεί, που έχει καλυφτεί με λεπτό στρώμα ασημιού
      Για κάθε νέα απονομή, φέρεται στην ταινία του διασήμου ή στη διεμβολή ένας επάργυρος αστερίσκος, μέχρι του αριθμού των τριών(3) (Κυπριακή Δημοκρατία, Ο περί στρατού της Δημοκρατίας νόμος, Κανονισμοί δυνάμει του άρθρου 27, Περί Διαμνημονεύσεων του Στρατού της Δημοκρατίας (Τροποποιητικοί) Κανονισμοί του 2008 )

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.