αραβικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αραβικός η αραβική το αραβικό
      γενική του αραβικού της αραβικής του αραβικού
    αιτιατική τον αραβικό την αραβική το αραβικό
     κλητική αραβικέ αραβική αραβικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αραβικοί οι αραβικές τα αραβικά
      γενική των αραβικών των αραβικών των αραβικών
    αιτιατική τους αραβικούς τις αραβικές τα αραβικά
     κλητική αραβικοί αραβικές αραβικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αραβικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή Ἀραβικός. Συγχρονικά αναλύεται σε Αραβ(ία) + -ικός[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ɾa.viˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αραβικός

Επίθετο

αραβικός

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.