αραβικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αραβικός | η | αραβική | το | αραβικό |
| γενική | του | αραβικού | της | αραβικής | του | αραβικού |
| αιτιατική | τον | αραβικό | την | αραβική | το | αραβικό |
| κλητική | αραβικέ | αραβική | αραβικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αραβικοί | οι | αραβικές | τα | αραβικά |
| γενική | των | αραβικών | των | αραβικών | των | αραβικών |
| αιτιατική | τους | αραβικούς | τις | αραβικές | τα | αραβικά |
| κλητική | αραβικοί | αραβικές | αραβικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αραβικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή Ἀραβικός. Συγχρονικά αναλύεται σε Αραβ(ία) + -ικός[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ɾa.viˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ρα‐βι‐κός
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
αραβικός
Αναφορές
- αραβικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.