αράπικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αράπικος η αράπικη το αράπικο
      γενική του αράπικου της αράπικης του αράπικου
    αιτιατική τον αράπικο την αράπικη το αράπικο
     κλητική αράπικε αράπικη αράπικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αράπικοι οι αράπικες τα αράπικα
      γενική των αράπικων των αράπικων των αράπικων
    αιτιατική τους αράπικους τις αράπικες τα αράπικα
     κλητική αράπικοι αράπικες αράπικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αράπικος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

αράπικος

  • αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αράπη

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.