arabe

Γαλλικά (fr)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

arabe (fr)

  1. (γλώσσα) τα αραβικά, η αραβική γλώσσα
  2. μικρό παντοπωλείο που συνήθως διοικείται από βορειο-αφρικανούς
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.