αραβίτικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αραβίτικος η αραβίτικη το αραβίτικο
      γενική του αραβίτικου της αραβίτικης του αραβίτικου
    αιτιατική τον αραβίτικο την αραβίτικη το αραβίτικο
     κλητική αραβίτικε αραβίτικη αραβίτικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αραβίτικοι οι αραβίτικες τα αραβίτικα
      γενική των αραβίτικων των αραβίτικων των αραβίτικων
    αιτιατική τους αραβίτικους τις αραβίτικες τα αραβίτικα
     κλητική αραβίτικοι αραβίτικες αραβίτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αραβίτικος < μεσαιωνική ελληνική Ἀραβίτης + -ικος[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ɾaˈvi.ti.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αραβίτικος

Επίθετο

αραβίτικος, -η, -ο

  • ο σχετικός με τους Άραβες ή την Αραβία, ο αραβικός
      Όλος ο γλυκός, μαλακός, γιομάτος ανθρώπινη θερμότητα αραβίτικος πολιτισμός της Ισπανίας ανεβαίνει στο νου μου. Η Ανταλουσία ήταν ένας κήπος με περίτεχνα καναλισμένα νερά, όπου καλλιεργούσαν το ρύζι, το ζαχαροκάλαμο, το μπαμπάκι.
    Νίκος Καζαντζάκης, Ταξιδεύοντας: Ισπανία, μέσω του: Η Ανδαλουσία του Καζαντζάκη, lifo.gr, 31 Ιουλίου 2014

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. αραβίτικος -  Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.