απούσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | απούσα | οι | απούσες |
| γενική | της | απούσας | των | απουσών |
| αιτιατική | την | απούσα | τις | απούσες |
| κλητική | απούσα | απούσες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- απούσα < ουσιαστικοποιημένη μετοχή αρχαία ελληνική ἀποῦσα, θηλυκό του ἀπών < ἄπειμι
Νέα ελληνικά (el)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.