απόρθητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | απόρθητος | η | απόρθητη | το | απόρθητο |
| γενική | του | απόρθητου | της | απόρθητης | του | απόρθητου |
| αιτιατική | τον | απόρθητο | την | απόρθητη | το | απόρθητο |
| κλητική | απόρθητε | απόρθητη | απόρθητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | απόρθητοι | οι | απόρθητες | τα | απόρθητα |
| γενική | των | απόρθητων | των | απόρθητων | των | απόρθητων |
| αιτιατική | τους | απόρθητους | τις | απόρθητες | τα | απόρθητα |
| κλητική | απόρθητοι | απόρθητες | απόρθητα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- απόρθητος < αρχαία ελληνική ἀπόρθητος < πορθέω / πορθῶ < πέρθω (< πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bheredh-: κόβω)
Επίθετο
απόρθητος, -η, -ο
- που δεν κυριεύεται ή δεν είναι δυνατόν να κυριευτεί
- (μεταφορικά) που δεν υποχωρεί, που αντιστέκεται, που δεν υποκύπτει
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
απόρθητος
|
Πηγές
- απόρθητος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- απόρθητος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.