ευκολόπαρτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ευκολόπαρτος | η | ευκολόπαρτη | το | ευκολόπαρτο |
| γενική | του | ευκολόπαρτου | της | ευκολόπαρτης | του | ευκολόπαρτου |
| αιτιατική | τον | ευκολόπαρτο | την | ευκολόπαρτη | το | ευκολόπαρτο |
| κλητική | ευκολόπαρτε | ευκολόπαρτη | ευκολόπαρτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ευκολόπαρτοι | οι | ευκολόπαρτες | τα | ευκολόπαρτα |
| γενική | των | ευκολόπαρτων | των | ευκολόπαρτων | των | ευκολόπαρτων |
| αιτιατική | τους | ευκολόπαρτους | τις | ευκολόπαρτες | τα | ευκολόπαρτα |
| κλητική | ευκολόπαρτοι | ευκολόπαρτες | ευκολόπαρτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ευκολόπαρτος, -η, -ο
- (σπάνιο, λαϊκότροπο) που κυριεύτεται εύκολα
- ※ Τούτος δεν πνίγεται, σας βεβαιώνω εγώ, και ας ήτουν το καράβι μας καρυδοτσέφλι κ' ευκολόπαρτο ωσάν καλοπέσουλη κόρη. (Ουίλιαμ Σαίξπηρ Η τρικυμία. Μετάφραση (1913): Ιάκωβος Πολυλάς)
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
ευκολόπαρτος
|
→ δείτε τη λέξη ευάλωτος |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.