ἀπόρθητος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ἀπόρθητος τὸ ἀπόρθητον οἱ, αἱ ἀπόρθητοι τὰ ἀπόρθητα
Γενική τοῦ, τῆς ἀπορθήτου τοῦ ἀπορθήτου τῶν ἀπορθήτων τῶν ἀπορθήτων
Δοτική τῷ, τῇ ἀπορθήτῳ τῷ ἀπορθήτῳ τοῖς, ταῖς ἀπορθήτοις τοῖς ἀπορθήτοις
Αιτιατική τὸν, τὴν ἀπόρθητον τὸ ἀπόρθητον τοὺς, τὰς ἀπορθήτους τὰ ἀπόρθητα
Κλητική ἀπόρθητε ἀπόρθητον ἀπόρθητοι ἀπόρθητα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ἀπορθήτω
Γενική-Δοτική ἀπορθήτοιν

Ετυμολογία

ἀπόρθητος < πορθέω / πορθῶ < πέρθω (< πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bheredh-: κόβω)

Επίθετο

ἀπόρθητος, -ος, -ον

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.