πορθέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- πορθέω < πορθ-, μεταπτωτική βαθμίδα θέματος που απαντά στο πέρθω (< πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bheredh- κόβω) [1]
Ρήμα
πορθέω / πορθῶ
- πολιορκώ, κυριεύω, εκπορθώ
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 4 (Μελπομένη), 148.4
- τουτέων δὲ τὰς πλεῦνας ἐπ᾽ ἐμέο Ἠλεῖοι ἐπόρθησαν.
- στην εποχή μας τις περισσότερες απ᾽ αυτές τις κυρίεψαν οι Ηλείοι.
- Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- τουτέων δὲ τὰς πλεῦνας ἐπ᾽ ἐμέο Ἠλεῖοι ἐπόρθησαν.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 4 (Μελπομένη), 148.4
- επιτίθεμαι
- λεηλατώ
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 2, 80.8
- τούτῳ τῷ στρατῷ ἐπορεύετο Κνῆμος οὐ περιμείνας τὸ ἀπὸ Κορίνθου ναυτικόν, καὶ διὰ τῆς Ἀργείας ἰόντες Λιμναίαν, κώμην ἀτείχιστον, ἐπόρθησαν.
- Με τον στρατό αυτόν ξεκίνησε ο Κνήμος, χωρίς να περιμένει τον στόλο που θα ᾽ρχόταν από την Κόρινθο. Περνώντας από τα εδάφη της Αργείας λεηλάτησαν την Λιμναία, κεφαλοχώρι ατείχιστο,
- Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
- τούτῳ τῷ στρατῷ ἐπορεύετο Κνῆμος οὐ περιμείνας τὸ ἀπὸ Κορίνθου ναυτικόν, καὶ διὰ τῆς Ἀργείας ἰόντες Λιμναίαν, κώμην ἀτείχιστον, ἐπόρθησαν.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 7, 29.4
- ἐσπεσόντες δὲ οἱ Θρᾷκες ἐς τὴν Μυκαλησσὸν τάς τε οἰκίας καὶ τὰ ἱερὰ ἐπόρθουν καὶ τοὺς ἀνθρώπους ἐφόνευον φειδόμενοι οὔτε πρεσβυτέρας οὔτε νεωτέρας ἡλικίας,
- Οι Θράκες όρμησαν μέσα στην Μυκαλησσό, λεηλάτησαν τα σπίτια και τους ναούς και σκότωναν τους κατοίκους, χωρίς να εξαιρούν τους γέρους ή τα παιδιά.
- Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
- ἐσπεσόντες δὲ οἱ Θρᾷκες ἐς τὴν Μυκαλησσὸν τάς τε οἰκίας καὶ τὰ ἱερὰ ἐπόρθουν καὶ τοὺς ἀνθρώπους ἐφόνευον φειδόμενοι οὔτε πρεσβυτέρας οὔτε νεωτέρας ἡλικίας,
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 2, 80.8
- καταστρέφω
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 3, 79.3
- ἐπὶ δὲ τὴν Λευκίμμην τὸ ἀκρωτήριον ἀποβάντες ἐπόρθουν τοὺς ἀγρούς.
- Πήγαν, όμως, στο ακρωτήριο Λευκίμμη, όπου έκαναν απόβαση και ρήμαξαν τα χωράφια.
- Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
- ἐπὶ δὲ τὴν Λευκίμμην τὸ ἀκρωτήριον ἀποβάντες ἐπόρθουν τοὺς ἀγρούς.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 3, 79.3
- αρπάζω, κλέβω, συλώ
- (μεταφορικά) κυριεύω ερωτικά
- (στην παθητική φωνή) κυριεύομαι, καταστρέφομαι, ερειπώνομαι
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἀγαμέμνων, στίχ. 278
- ποίου χρόνου δὲ καὶ πεπόρθηται πόλις;
- Κι από πότε λοιπόν είναι παρμένη η πόλη;
- Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
- ποίου χρόνου δὲ καὶ πεπόρθηται πόλις;
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 1 (Κλειώ), 84.5
- προσβάντων δὲ συχνῶν οὕτω δὴ Σάρδιές τε ἡλώκεσαν καὶ πᾶν τὸ ἄστυ ἐπορθέετο.
- όταν σκαρφάλωσαν πολλοί, τότε πια οι Σάρδεις κυριεύτηκαν και η πόλη ολόκληρη παραδόθηκε.
- Μετάφραση (1964): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- προσβάντων δὲ συχνῶν οὕτω δὴ Σάρδιές τε ἡλώκεσαν καὶ πᾶν τὸ ἄστυ ἐπορθέετο.
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἀγαμέμνων, στίχ. 278
Σύνθετα
- ἀντιπορθέω
- διαπορθέω
- ἐκπορθέω
- καταπορθέω
- συμπορθέω
Συγγενικά
- ἀπόρθητος
- δυσπόρθητος
- ἐκπόρθησις
- ἐκπορθητικῶς (επίρρημα)
- ἐκπορθήτωρ
- εὐεκπόρθητος
- παμπορθής
- πεπορθημένως (επίρρημα)
- πορθεών
- πόρθημα
- πόρθησις
- πορθητήριος
- πορθητής
- πορθητικός
- πορθήτωρ
- πτολιπόρθης
- πτολιπόρθιος
- πτολίπορθος
- συμπορθητής
- τρίπορθος
Αναφορές
- πορθώ - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- πορθέω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πορθέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.