ευάλωτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ευάλωτος | η | ευάλωτη | το | ευάλωτο |
| γενική | του | ευάλωτου | της | ευάλωτης | του | ευάλωτου |
| αιτιατική | τον | ευάλωτο | την | ευάλωτη | το | ευάλωτο |
| κλητική | ευάλωτε | ευάλωτη | ευάλωτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ευάλωτοι | οι | ευάλωτες | τα | ευάλωτα |
| γενική | των | ευάλωτων | των | ευάλωτων | των | ευάλωτων |
| αιτιατική | τους | ευάλωτους | τις | ευάλωτες | τα | ευάλωτα |
| κλητική | ευάλωτοι | ευάλωτες | ευάλωτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ευάλωτος < αρχαία ελληνική εὐάλωτος < εὖ + ἁλίσκομαι
Επίθετο
ευάλωτος, -η, -ο
- που κυριεύεται εύκολα
- που δεν μπορεί να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά κίνδυνο ή επίθεση
- ≈ συνώνυμα: ευαίσθητος, τρωτός
- ο οργανισμός του εξαιτίας της γρίπης είναι ευάλωτος και πρέπει να προσέχει ιδιαίτερα για να μην αρρωστήσει από πνευμονία
- ≈ συνώνυμα: ευαίσθητος, τρωτός
Μεταφράσεις
ευάλωτος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.