εκ προοιμίου
Νέα ελληνικά (el)
Έκφραση
εκ προοιμίου
- εξαρχής, προτού καλά-καλά αρχίσει κάτι, ολοφάνερο από την πρώτη στιγμή, προδιαγεγραμμένο (προοίμιο: η εισαγωγή, ο πρόλογος)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.