tentative
Αγγλικά (en)
Επίθετο
tentative (en)
- δοκιμαστικός, πειραματικός
- αβέβαιος
- προκαταρκτικός, υποκείμενος σε μελλοντικές αλλαγές
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ⓘ
Ουσιαστικό
tentative (fr) θηλυκό
- η προσπάθεια, η δοκιμή, η απόπειρα
- Après plusieurs tentatives, il a abandonné : εγκατέλειψε μετά πολλές προσπάθειες.
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.