πλεονασμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πλεονασμός οι πλεονασμοί
      γενική του πλεονασμού των πλεονασμών
    αιτιατική τον πλεονασμό τους πλεονασμούς
     κλητική πλεονασμέ πλεονασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πλεονασμός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πλεονασμός (αρχαία σημασία: υπερβολή) [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ple.o.naˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πλεονασμός

Ουσιαστικό

πλεονασμός αρσενικό

  1. το φαινόμενο της υπερεπάρκειας, αφθονία
  2. (σχήμα λόγου) η ίδια σημασία με περισσότερες από μία εκφράσεις (για έμφαση ή για εκφραστικούς λόγους)
    ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ: με ξέχασε και δε με θυμάται πια
  3. (ως γραμματικό λάθος) η ίδια σημασία με περισσότερες λέξεις ή εκφράσεις που δεν είναι απαραίτητες και χωρίς να υπάρχει πρόθεση εκφραστικότητας
    ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ: πιο μεγαλύτερος, καλυτερότερος

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πλεονασμός οἱ πλεονασμοί
      γενική τοῦ πλεονασμοῦ τῶν πλεονασμῶν
      δοτική τῷ πλεονασμ τοῖς πλεονασμοῖς
    αιτιατική τὸν πλεονασμόν τοὺς πλεονασμούς
     κλητική ! πλεονασμέ πλεονασμοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πλεονασμώ
γεν-δοτ τοῖν  πλεονασμοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πλεονασμός < πλεονάζω, πλεονασ- + -μός

Ουσιαστικό

πλεονασμός αρσενικό

  1. υπερβολική ποσότητα που δε χρειάζεται
  2. (ελληνιστική σημασία , σχήμα λόγου ή λάθος) πλεονασμός, επανάληψη

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.